πείθοντας

πείθοντας
πείθω
persuade
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • ιπποδάμεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Ήλιδας, και της Πλειάδας Στερόπης (ή της Δαναΐδας Ευρυθόης ή της Ευαρέτης, κόρης του Ακρίσιου και αδελφής του Λευκίππου). Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι υποψήφιοι για τον γάμο με την I.… …   Dictionary of Greek

  • μαυρογένης — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας από τις Κυκλάδες, η ακμή της οποίας τοποθετείται στα μέσα του 18ου αι. Πολλά μέλη της υπηρέτησαν τους Τούρκους και διορίστηκαν σε ανώτερα αξιώματα. 1. Αλέξανδρος (τέλη 19ου – αρχές 20ού αι.). Γιος του Σπυρίδωνα (11.) …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Γαϊνάς ή Γαϊανάς — (τέλη 4ου αι. μ.Χ.). Γότθος στρατηγός του Βυζαντίου. Ήταν αρχηγός των Γότθων, που είχαν κατακλύσει στο τέλος του 4ου και στις αρχές του 5ου αι. μ.Χ. το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος, και πιο συγκεκριμένα αυτών που είχαν εγκατασταθεί στη Θράκη. Πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Θαντ Σίθου, Ου — (U Thant Sithu, Παντανάβ 1909 – Νέα Υόρκη 1974). Βιρμανός πολιτικός. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Ρανγκούν. Αργότερα, δίδαξε σε λύκειο, έγινε διευθυντής της βιρμανικής ραδιοφωνίας (1948), υπουργός Πληροφοριών (1949 57) και μόνιμος… …   Dictionary of Greek

  • Καν, Ντιόγκο — (Diogo Câo ή Cam, τέλη 15ου αι.). Πορτογάλος εξερευνητής. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι ελάχιστες μέχρι το 1482, έτος κατά το οποίο του ανατέθηκε αποστολή με σκοπό την εξερεύνηση των δυτικών ακτών της Αφρικής. Ο Κ. πραγματοποίησε δύο… …   Dictionary of Greek

  • Κούζα, Αλέξαντερ — (Alexander Cuza, Γαλάτσι Ρουμανίας 1820 – Χαϊδελβέργη 1873). Ηγεμόνας της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Καταγόταν από Μολδαβούς βογιάρους και σπούδασε αρχικά στο Ιάσιο και έπειτα στην Αθήνα, στην Μπολόνια και στο Παρίσι. Κατατάχθηκε στον στρατό και… …   Dictionary of Greek

  • Ντίλον, Ματ — (Matt Dillon, Νέα Υόρκη 1964 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Ο Ν. διακρίθηκε κυρίως σε ρόλους ατίθασων, επαναστατημένων εφήβων, πείθοντας εύκολα αφού και ο ίδιος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη σε ηλικία μόλις 15 ετών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”